-
1 раскалённый
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раскалённый
-
2 раскалённый
επ. από μτχ.πυρακτωμένος, διάπυρος•раскалённый докрасна ερυθροπυρωμένος, κόκκινος από τη φωτιά (από το κάψιμο)•
-ая печь πυρακτωμένος φούρνος•
-ое железо πυρακτωμένο σίδερο.